σιλανσιέ — το, Ν άκλ. ο σιγαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silencieux «σιωπηλός» (< λατ. silentium «σιωπή»)] … Dictionary of Greek
σιλανσιέ — το (λ. γαλλ.), σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)