σιλανσιέ

σιλανσιέ
susturucu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιλανσιέ — το, Ν άκλ. ο σιγαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silencieux «σιωπηλός» (< λατ. silentium «σιωπή»)] …   Dictionary of Greek

  • σιλανσιέ — το (λ. γαλλ.), σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”